Η μελετητική ομάδα κλήθηκε να αναδιαμορφώσει εσωτερικά υφιστάμενο κτίριο γραφείων και καταστημάτων έτσι ώστε να καλύψει τις ανάγκες μιας σύγχρονης και ταχέως αναπτυσσόμενης εταιρείας. Το υφιστάμενο κτίριο, τμήμα ενός ευρύτερου οικοδομικού συγκροτήματος, χρονολογείται στο 2000 και απαρτίζεται από πέντε επίπεδα (ισόγειο, Α, Β, Γ, Δ όροφος) και υπόγειο. Το κτίριο αρχιτεκτονικά αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα της post modern αισθητικής της εποχής με ορθοκανονικές γυάλινες όψεις και ορθοκανονικές εσωτερικές διαρρυθμίσεις.
Η επέμβαση πραγματοποιήθηκε εσωτερικά και με γνώμονα έναν αντίλογο σε καθετί ορθοκανονικό. Προτάθηκαν νέες ροϊκές χαράξεις οι οποίες διαπερνούν τον δομικό κάνναβο του κτιρίου αναδιαμορφώνοντας ριζικά την κάτοψη κάθε επιπέδου. Το κενό και το πλήρες, το φως και η σκίαση, βασικά συστατικά κάθε συνθετικής χειρονομίας υπακούν σε αυτούς τους νέους κανόνες και προσφέρουν στον χρήστη μία συνεχόμενη αίσθηση εναλλαγής.
Σε λειτουργικό επίπεδο οι νέες χαράξεις δημιουργούν διαδρομές και στην συνέχεια οι διαδρομές δημιουργούν χώρους. Οpen plan και κλειστοί χώροι εργασίας καθώς και κοινόχρηστοι χώροι εκτόνωσης παρατίθενται στην κάτοψη κάθε ορόφου και συνδέονται με τους άξονες της συνθετικής πρότασης. Ο σχεδιασμός της άνω στάθμης κάθε ορόφου συμπαρασύρεται από τις νέες χαράξεις, αποσταθεροποιώντας πλήρως την υφιστάμενη κατάσταση. Οι χαράξεις πέραν των χώρων και των διαδρομών παράγουν και στοιχεία εξοπλισμού(καθιστικά, γραφεία, τράπεζες συνεδρίων) προσδίδοντας στην συνοχή μίας συνολικής προσπάθειας και τονίζοντας ακόμα περισσότερο τις γενεσιουργές αιτίες του σχεδιασμού.
Το «Γήπεδο Ζωής» είναι ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός του οποίου αποστολή αποτελεί η δημιουργία ενός κέντρου όπου παιδιά και νέοι, θα συμμετέχουν σε αθλητικά, πολιτιστικά, και ακαδημαϊκά προγράμματα, τα οποία θα τα βοηθήσουν να αναπτύξουν ολοκληρωμένες προσωπικότητες ανακαλύπτοντας παράλληλα την κλίση και τις δεξιότητές τους. Το έργο υλοποιείται με τη δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος.
Αφετηρία της σκέψης μας για το κτίριο αποτέλεσαν τρεις εντελώς διαφορετικοί τόποι: η αλάνα, ο προαύλιος χώρος του σχολείου και η παραδοσιακή αυλή του συνοικιακού αθηναϊκού σπιτιού. Η ξέγνοιαστη δημιουργική ελευθερία της αλάνας, η οργανωμένη εκπαιδευτική μεθοδολογία του σχολικού προαυλίου και η προστασία και εσωτερικότητα της αυλής του οικογενειακού σπιτιού, αποτελούν βασικό κομμάτι της χωρικής εμπειρίας, κατά την οποία το παιδί μεγαλώνει και διαμορφώνεται. Οι τρεις αυτοί τόποι, αποτελούν τη φυσική μετάβαση από τον προστατευμένο χώρο του παιδικού μικρόκοσμου, στην περιπετειώδη πραγματικότητα της ζωής.
Η αντίληψη των παιδιών για τον χώρο, απαιτεί την δημιουργία μικρής κλίμακας κατασκευών, οι οποίες θα συνάδουν με την ηλικία τους και επίσης θα αποτρέπουν την «έκθεση» προς τις μεσοτοιχίες των παρακείμενων βιομηχανικών κτιρίων, δημιουργώντας έναν προστατευμένο και φιλόξενο περιβάλλον. Έτσι προτείνεται η οριζόντια ανάπτυξη του κτιρίου προς όλο σχεδόν τον ωφέλιμο χώρο του οικοπέδου και ταυτόχρονα η διάτρησή του σε διάφορα σημεία διαμορφώνοντας εκτεταμένα εσωτερικά κενά, μεγάλα εσωτερικά αίθρια, τα οποία θα επιτρέπουν τον φωτισμό και την λειτουργική ενοποίηση όλων των επιπέδων του κτιρίου. Αυτοί οι υπαίθριοι κενοί χώροι αποτελούν την επανερμηνεία της αλάνας, του αύλειου χώρου του σχολείου και της αυλής στο παραδοσιακό συνοικιακό αθηναϊκό σπίτι. Με αυτό τον συμβολικό τρόπο εγγράφεται στο κτίριο η χωρική εμπειρία του αστικού αθηναϊκού τοπίου των τελευταίων ετών και η μετάβαση του παιδιού από το σπίτι, στο σχολείο και τέλος στη πόλη.
Βασικός στόχος της πρότασής μας είναι η δημιουργία ενός χώρου κοινωνικής συναναστροφής όπου οι μαθητές θα μπορούν να συναντιούνται, να αθλούνται και να χαλαρώνουν. Στο χώρο αυτό, ο νέος, μέσα από την προσωπική ενδοσκόπηση, θα μπορεί να εξερευνήσει τον εσωτερικό του κόσμο, «το κρυφό του δωμάτιο», και να αποκτήσει τα κατάλληλα εφόδια για να ανακαλύψει το ταλέντο του και να κατακτήσει το μέλλον του.