Το ξενοδοχείο «Εσπέρια» αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κτίρια του κέντρου της Αθήνας που λόγω της διακοπής της λειτουργίας του από το 2010 κρίνεται απαραίτητη η αποκατάστασή του. Καθώς η περιοχή στην οποία βρίσκεται το κτίριο αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους άξονες του ιστορικού κέντρου, με κτίρια ιδιαίτερου κάλλους και αρχιτεκτονικής, είναι πολύ σημαντικό να μην αλλοιωθεί αυτός ο χαρακτήρας, αλλά η νέα όψη του κτιρίου να ενταχθεί αρμονικά στον πολεοδομικό ιστό.
Στην πρότασή μας επιδιώκουμε να αποκαταστήσουμε την ενοποίηση της όψης και την πρόθεση που υπήρχε στα αρχικά σχέδια του κτιρίου. Χρησιμοποιώντας τα στοιχεία της υφιστάμενης όψης, δηλαδή τον κάναβο των εξωστών και την ενοποίηση των δωμάτων μέσω οριζόντιων στοιχείων, προτείνουμε τη δημιουργία ενός «φίλτρου», το οποίο αναδεικνύει τα ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά στοιχεία του κτιρίου. Τα κατακόρυφα στοιχεία έχουν την εξής ιδιαιτερότητα: στους χαμηλούς ορόφους είναι πιο πυκνά ώστε να προστατεύουν τον επισκέπτη από την όχληση της πόλης και του πολυσύχναστου δρόμου, ενώ όσο ανεβαίνουμε προς τα ψηλότερα επίπεδα, αυτά γίνονται όλο και πιο αραιά, επιτρέποντας την απρόσκοπτη θέα προς την πόλη. Ένα ακόμα στοιχείο το οποίο προστίθεται στο σύστημα της όψης είναι η χρησιμοποίηση ενός «πράσινου φίλτρου». Η ένταξη δηλαδή ενός συστήματος πρασίνου με κατακόρυφα φυτά τα οποία εναλάσσονται με τα κατακόρυφα στοιχεία της πρόσοψης.
Ο σχεδιασμός του ξενοδοχείου στοχεύει τόσο στην εξυπηρέτηση των επισκεπτών που θα διαμένουν στα δωμάτια όσο και στη δημιουργία των κατάλληλων προϋποθέσεων για τη φιλοξενία εκδηλώσεων και κάθε είδους και μεγέθους συναθροίσεων.
Στην ίδια κατεύθυνση στοχεύει και η χωροθέτηση του βασικού εστιατορίου στον 9ο όροφο, όπου υπάρχει απρόσκοπτη θέα προς τη δυτική πλευρά της πόλης και την Ακρόπολη, ενώ στο δώμα δημιουργείται ένας μικρός χώρος εστίασης δίπλα στην πισίνα του δώματος.
Στο κέντρο της Αθήνας, ένα διαμέρισμα της τυπικής αθηναϊκής πολυκατοικίας του 1930 μετατρέπεται σε σύγχρονη κατοικία ενός φωτογράφου. Σήμερα, μετά από σχεδόν 90 χρόνια, ο χώρος αποκτά πλέον διπλή υπόσταση, καθώς λειτουργεί τόσο ως χώρος διαμονής όσο και ως χώρος περιοδικών εκθέσεων. Η διαμερισματοποίηση του υπάρχοντος χώρου σε μικρές, αυτόνομες, στατικές ενότητες καταργείται. Το βλέμμα ανοίγει. Στην ενιαία κάτοψη που προκύπτει παρεμβάλλονται νησίδες κίνησης, οι οποίες δημιουργούν νέες οπτικές φυγές και επιτρέπουν πολλαπλές κινήσεις και θεάσεις. Κατά την περιήγηση στο διαμέρισμα-γκαλερί οι φωτογραφίες αποκαλύπτονται σταδιακά μέσω των διαδρόμων και των ανοιγμάτων, ως άλλα εκθέματα. Η περιπλάνηση ανάμεσα στα κάδρα επαναπροσδιορίζει τη σχέση του χρήστη με την έκθεση, τοποθετώντας τον ίδιο στο κέντρο των χωρικών εικόνων που παράγονται. Τα επί μέρους πλάνα της κατοικίας-γκαλερί, σε παραλληλισμό με τις καδραρισμένες φωτογραφίες του καλλιτέχνη, μεταμορφώνουν το ίδιο το κατοικείν σε ένα πολύπτυχο έκθεμα. Στην πορεία αυτή, η εναλλαγή των υλικών ενισχύει την αίσθηση των τρισδιάστατων χωρικών κάδρων. Δρυς, μάρμαρο, λευκές και σκούρες επιφάνειες αναμειγνύονται παράγοντας νέες φωτογραφικές εικόνες. Στην ίδια λογική κινείται η επιλογή του υπόλοιπου εξοπλισμού. Φώτα, επίπλωση, μηχανολογικός εξοπλισμός παίζουν τον ρόλο των αντικειμένων μιας ευρύτερης έκθεσης φωτογραφιών, τοπίων, χωρικών κάδρων και ανθρώπων.