Η πρόταση μας για τον σχεδιασμό μουσείου εναλίων αρχαιοτήτων στο κτίριο του Σιλό στον Πειραιά επικεντρώνεται στην χωροθέτηση του μουσείου τόσο στο εσωτερικό του υπάρχοντος κτιρίου όσο και έξω από αυτό, έτσι ώστε η γεωμετρία του νέου κτιρίου να αποτελεί φυσική συνέχεια του υπάρχοντος - χωρική μεταφορά του παλιού στο μέλλον. Στο εσωτερικό βρίσκουμε μικρές αίθουσες και χώρους που δεν αλλοιώνουν τον φέροντα οργανισμό του Σιλό. Στην περιοχή έξω από το Σιλό βρίσκουμε όλες τις μεγάλες αίθουσες και τα καράβια. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται η ουσιαστική διατήρηση του Σιλό, τόσο ως προς τη λειτουργική μνήμη, όσο και ως προς το κόστος κατασκευής.
Η επιμήκης ανάπτυξη του μουσείου βοηθά στην απρόσκοπτη κυκλοφορία των επισκεπτών χωρίς μηχανικά μέσα. Με αυτό τον τρόπο οι εκθεσιακοί χώροι είναι προσβάσιμοι μέσω ήπιων κεκλιμένων ραμπών που ενισχύουν την περιπατητική εμπειρία. Επιπλέον, οι χρονοκάψουλες των καραβιών συνδέονται μεταξύ τους με γυάλινους διαδρόμους από τους οποίους έχουμε πανοραμική θέα προς το λιμάνι και τα σύγχρονα καράβια. Έτσι, το παρελθόν και το μέλλον συνυπάρχουν διαμορφώνοντας έναν διάλογο μοναδικό για την μουσειολογική εμπειρία. Όλα φιλοξενούνται κάτω από μια οριζόντια πλάκα που συμβολίζει το επίπεδο της θάλασσας. Τα εκθέματα βρίσκονται κάτω από την χωρική μεταφορά του πυθμένα, όπως ακριβώς και στο φυσικό περιβάλλον όπου βρέθηκαν. Τέλος, το μουσείο φτάνει μέχρι την άκρη της προβλήτας, ενισχύοντας την θεματική του σχέση με την θάλασσα, ενώ είναι ορατό πλέον από όλο το λιμάνι, αποτελώντας σημαντικό πόλο έλξης για τους ταξιδιώτες.
Το «Γήπεδο Ζωής» είναι ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός του οποίου αποστολή αποτελεί η δημιουργία ενός κέντρου όπου παιδιά και νέοι, θα συμμετέχουν σε αθλητικά, πολιτιστικά, και ακαδημαϊκά προγράμματα, τα οποία θα τα βοηθήσουν να αναπτύξουν ολοκληρωμένες προσωπικότητες ανακαλύπτοντας παράλληλα την κλίση και τις δεξιότητές τους. Το έργο υλοποιείται με τη δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος.
Αφετηρία της σκέψης μας για το κτίριο αποτέλεσαν τρεις εντελώς διαφορετικοί τόποι: η αλάνα, ο προαύλιος χώρος του σχολείου και η παραδοσιακή αυλή του συνοικιακού αθηναϊκού σπιτιού. Η ξέγνοιαστη δημιουργική ελευθερία της αλάνας, η οργανωμένη εκπαιδευτική μεθοδολογία του σχολικού προαυλίου και η προστασία και εσωτερικότητα της αυλής του οικογενειακού σπιτιού, αποτελούν βασικό κομμάτι της χωρικής εμπειρίας, κατά την οποία το παιδί μεγαλώνει και διαμορφώνεται. Οι τρεις αυτοί τόποι, αποτελούν τη φυσική μετάβαση από τον προστατευμένο χώρο του παιδικού μικρόκοσμου, στην περιπετειώδη πραγματικότητα της ζωής.
Η αντίληψη των παιδιών για τον χώρο, απαιτεί την δημιουργία μικρής κλίμακας κατασκευών, οι οποίες θα συνάδουν με την ηλικία τους και επίσης θα αποτρέπουν την «έκθεση» προς τις μεσοτοιχίες των παρακείμενων βιομηχανικών κτιρίων, δημιουργώντας έναν προστατευμένο και φιλόξενο περιβάλλον. Έτσι προτείνεται η οριζόντια ανάπτυξη του κτιρίου προς όλο σχεδόν τον ωφέλιμο χώρο του οικοπέδου και ταυτόχρονα η διάτρησή του σε διάφορα σημεία διαμορφώνοντας εκτεταμένα εσωτερικά κενά, μεγάλα εσωτερικά αίθρια, τα οποία θα επιτρέπουν τον φωτισμό και την λειτουργική ενοποίηση όλων των επιπέδων του κτιρίου. Αυτοί οι υπαίθριοι κενοί χώροι αποτελούν την επανερμηνεία της αλάνας, του αύλειου χώρου του σχολείου και της αυλής στο παραδοσιακό συνοικιακό αθηναϊκό σπίτι. Με αυτό τον συμβολικό τρόπο εγγράφεται στο κτίριο η χωρική εμπειρία του αστικού αθηναϊκού τοπίου των τελευταίων ετών και η μετάβαση του παιδιού από το σπίτι, στο σχολείο και τέλος στη πόλη.
Βασικός στόχος της πρότασής μας είναι η δημιουργία ενός χώρου κοινωνικής συναναστροφής όπου οι μαθητές θα μπορούν να συναντιούνται, να αθλούνται και να χαλαρώνουν. Στο χώρο αυτό, ο νέος, μέσα από την προσωπική ενδοσκόπηση, θα μπορεί να εξερευνήσει τον εσωτερικό του κόσμο, «το κρυφό του δωμάτιο», και να αποκτήσει τα κατάλληλα εφόδια για να ανακαλύψει το ταλέντο του και να κατακτήσει το μέλλον του.